διαπαιδαγωγώ

διαπαιδαγωγώ
διαπαιδαγωγώ, διαπαιδαγώγησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαπαιδαγωγώ — (Α διαπαιδαγωγῶ, έω) 1. επιβλέπω την αγωγή παιδιού 2. ανατρέφω, διαπλάθω τον χαρακτήρα παιδιού αρχ. 1. περιποιούμαι, τέρπω 2. περνώ τον καιρό μου …   Dictionary of Greek

  • διαπαιδαγωγώ — διαπαιδαγώγησα, διαπαιδαγωγήθηκα, διαπαιδαγωγημένος, διαπλάθω με παιδαγωγικά μέσα, ανατρέφω, καθοδηγώ πνευματικά και ηθικά: Διαπαιδαγωγήθηκα με δημοκρατικά ιδεώδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαπαιδαγώγητος — η, ο [διαπαιδαγωγώ] αυτός που δεν διαπαιδαγωγήθηκε ή που δεν είναι δυνατόν να διαπαιδαγωγηθεί, να τού δοθεί η κατάλληλη αγωγή, αμόρφωτος, απαίδευτος, απολίτιστος …   Dictionary of Greek

  • ανατρέφω — (και θρέφω) (AM ἀνατρέφω) 1. συντηρώ και διατρέφω παιδιά 2. διαπαιδαγωγώ 3. επιστατώ, επιβλέπω αρχ. 1. ενεργ. διεγείρω το φρόνημα 2. (παθ., ομαι) συνέρχομαι από αρρώστια …   Dictionary of Greek

  • γερονταγωγώ — γερονταγωγῶ ( έω) (Α) 1. οδηγώ γέροντα, τον βοηθώ να βαδίσει 2. ειρων. διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω κάποιον που βρίσκεται σε γεροντική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρων ( οντος) + αγωγώ < αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • διαπαιδαγώγηση — η (Α διαπαιδαγώγηση) [διαπαιδαγωγώ] διάπλαση τού χαρακτήρα παιδιού με παιδαγωγικές μεθόδους νεοελλ. 1. καθοδήγηση 2. ανατροφή, αγωγή παιδιών, μόρφωση …   Dictionary of Greek

  • διαπλάσσω — και διαπλάττω (AM διαπλάσσω και διαπλάττω) 1. διαμορφώνω, δίνω μορφή και σχήμα 2. διαπαιδαγωγώ, διαμορφώνω τον χαρακτήρα αρχ. 1. αποκαθιστώ σπασμένο μέλος ή κόκαλο 2. φρ. «διαπλάσσω πηλῷ» επιχρίω με πηλό …   Dictionary of Greek

  • κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με …   Dictionary of Greek

  • μορφώνω — (ΑΜ μορφῶ, όω, Μ και μορφώνω, Α και μορφῶ, άω) [μορφή] 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω («γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας μάλιστα», Αιν. Τακτ.) 2. (το παθ.) μορφοῡμαι, όομαι, μορφώνομαι διαπλάσσομαι,… …   Dictionary of Greek

  • παιδαγωγώ — (ΑΜ παιδαγωγῶ, εω) [παιδαγωγός] ασχολούμαι με την αγωγή και την μόρφωση μικρών παιδιών, εκπαιδεύω, διδάσκω, διαπαιδαγωγώ (μσν.;αρχ.) καθοδηγώ («ἂν ὑπὸ τοῡ λόγου παιδαγωγηθῆ τὸ πάθος», Πλούτ.) αρχ. 1. συνοδεύω τα παιδιά από το σπίτι στο σχολείο ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”